οψαροτης

οψαροτης
    ὀψαρότης
    ὀψ-ᾰρότης
    -ου adj. m поздно пашущий Hes.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "οψαροτης" в других словарях:

  • οψαρότης — ὀψαρότης, ὁ (Α) αυτός που οργώνει τον αγρό καθυστερημένα, αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψέ + ἀρῶ «οργώνω» + κατάλ. ότης] …   Dictionary of Greek

  • ὀψαρότης — one who ploughs late masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψαρότῃ — ὀψαρότης one who ploughs late masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»